- λεπτόγραφος
- λεπτό-γρᾰφος, ον, = foreg., Id.Vit.Auct.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόγραφος — η, ο (Α λεπτόγραφος, ον) λεπτόγραμμος αρχ. αυτός που έχει γραφεί προσεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
λεπτογράφος — ο αυτός που έχει λεπτή γραφή, αυτός που γράφει με ψιλά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
λεπτόγραφον — λεπτόγραφος masc/fem acc sg λεπτόγραφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτογράφοις — λεπτόγραφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
λεπτογράφω — και λεπτογραφώ (Μ λεπτογράφω και λεπτογραφῶ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λεπτογραμμένος, η, ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος με λεπτές γραμμές μσν. γράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + γράφω. Ο τ.… … Dictionary of Greek
λεπτογραφία — η [λεπτογράφος] 1. γραφή με πολύ λεπτά γράμματα, λεπτή γραφή 2. η τέχνη να γράφει κάποιος με πολύ λεπτά γράμματα … Dictionary of Greek